εξηνταβελόνης

εξηνταβελόνης
ο (θηλ. εξηνταβελόνα και εξηνταβελόνισσα, η)
υπερβολικά φιλάργυρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξηνταβελόνης — ο θηλ. α και ισσα ο υπερβολικά φιλάργυρος, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο τσιγκούνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλάργυρος — η, ο αυτός που αγαπάει υπερβολικά το χρήμα, ο παθολογικά φειδωλός, ο τσιγκούνης, ο σφιχτοχέρης, ο σπαγκοραμμένος, ο εξηνταβελόνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”